- ίπνιος
- ἴπνιος, -ία, -ον (Α)[ιπνός]1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνιαη αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.
Dictionary of Greek. 2013.