ίπνιος

ίπνιος
ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
[ιπνός]
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰπνίου — ἴπνιος of an oven masc/neut gen sg ἰπνίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνίῳ — ἴπνιος of an oven masc/neut dat sg ἰπνίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

  • ἴπνια — of an oven neut nom/voc/acc pl ἴπνιος of an oven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”